- κορασιώδης
- κορασιώδης, -ῶδες (Α)αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματ-ώδης, πνευματ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορασιώδη — κορασιώδης girlish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορασιώδης girlish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορασιώδης girlish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιώδεις — κορασιώδης girlish masc/fem acc pl κορασιώδης girlish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)